- υαλόφρακτος
- και υαλόφραχτος, -η, -ο, Ν1. (για χώρο) αυτός που περικλείεται από υαλοπίνακες2. το ουδ. ως ουσ. το υαλόφρακτοτο τζαμωτό, η τζαμαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φρακτός (< φράζω), πρβλ. σιδερό-φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.